H εξομολόγηση στον Πολύδωρο
Ο Ερωτόκριτος μιλάει στον φίλο του τον Πολύδωρο για το πάθος του και ζητάει τη συμβουλή του.
Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν' το σημάδι,και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
Το σφάλμα μου γνωρίζω το, που βρίσκομαι κατέχω, μα δε μπορώ να βοηθηθώ και την εξά δεν έχω.
O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη
αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ' επιάστηκα εις εκείνη.
Σαν το μωρό εκομπώθηκα, οπού δεν έχει γνώση,
και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; και τίς να με γλιτώσει;
O Έρωτας μ' εμπέρδεσε, και σκλάβον του κρατεί με,
και δουλευτής του εγράφτηκα, και μετά κείνον είμαι.
Αρνήθηκα του παλατιού τη στράτα και μισώ τη
και εδά έχω πλια την παιδομή, εδά παρά την πρώτη.
Kι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά,
θωρώ πως πλιά με καίγει κι ο Πόθος με χερότερα
άρματα με παιδεύγει.
Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
Η συμβουλή του Πολύδωρου
Αδέρφι μου Ερωτόκριτε, αυτή η μεγάλη οδύνη
ώστε να βρίσκεσαι κοντά στη χώρα δε σ' αφήνει.
Κι αν πεθυμάς ο λογισμός εκείνος να σ' αφήσει
μίσεψε κι άμε γύρισε ανατολή και δύση.
Η μέρα του κονταροχτυπήματος
Μια όμορφη μέρα ξημερώνει και η Αρετή με τον Ερωτόκριτο ανυπομονούν να ειδωθούν
Και με τη σιγανή λαλιά τον ήλιο προσκαλούσι
και πεθυμούσι γρήγορα να βγεί να τον εδούσι
Eδέτσι κι ο Ρωτόκριτος με την αυγή εσηκώθη,
και δεν μπορεί να καρτερεί, μα πάραυτα αρματώθη.
Με την αυγή κι ο βασιλιάς, στο φόρο εκατέβει
μ' όλην την άξα συντροφιά, κ' εις το Πατάρι ανέβη.
O Kυπριώτης είν' ο είς, κι ο Kρητικός ο άλλος,
ο τρίτος ο Ρωτόκριτος, της αντρειάς το κάλλος.
Ο κρητικός
Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, και μαύρο το κοντάρι
μαύρη ήτονε κ' η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
κ' εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Η μονομαχία με το Σπιθόλιοντα
Το μοιρολόι της Αρετής
Επίλογος
H γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
και μιά βροντή στον Oυρανόν τσ' οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
κι απόκεις δεν κατέχουσι την ’λφα σκιάς να πούσι. 1530
Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα,
να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν,
μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.
BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ, 1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει. 1540
Για μένα όλα σφάλουσι και πάσιν άνω κάτω
για με ξαναγενήθηκε η φύση των πραγμάτων